τεζιάκι

τεζιάκι
και τεζάκι και τεζάχι, το, Ν
πάγκος καταστήματος πάνω στον οποίο γίνεται η ζύγιση, η μέτρηση και οι σχετικές δοσοληψίες ή όπου είναι τοποθετημένα τα ποτήρια και οι φιάλες τών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tezgah].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεζάκι — το, Ν βλ. τεζιάκι …   Dictionary of Greek

  • τεζάχι — το, Ν βλ. τεζιάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”